δίστιγμο(ν)

δίστιγμο(ν)
το двоеточие

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "δίστιγμο(ν)" в других словарях:

  • δίστιγμο — το 1. οι δύο στιγμές (:), άνω και κάτω, που χρησιμοποιούνται ως σημάδι αναμονής, παραδείγματος, επεξηγήσεως κ.λπ., διηγηματικό 2. (στην τυπογραφία) διάστημα πάχους δύο τυπογραφικών στιγμών που τίθεται ανάμεσα σε λέξεις ή γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • δίστιγμο — το οι άνω και κάτω τελείες (:)· σημείο στίξης που αποτελείται από δύο στιγμές (τελείες) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»